στέκολα
(μτφ) στηρίγματα, δυνάμεις
(Από το Ιτλ. stegola = η λαβή του αρότρου και stegolo = η αντένα ανεμόμυλου)
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
(μτφ) στηρίγματα, δυνάμεις
(Από το Ιτλ. stegola = η λαβή του αρότρου και stegolo = η αντένα ανεμόμυλου)