Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αλτάνα (η)

στενή λουρίδα γης δίπλα σε τοίχο αυλής ή κήπου, όπου φυτεύονται άνθη.
Δημ. τραγ.: “Περιβόλι μου οργανωμένο, / μαργαριταροσπαρμένο / πο΄χεις γύρω – γύρω αλτάνες / λεμονιές και μαντζουράνες”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


ἀλτάνα (ἡ): ἐξώστης, πολίτσα (ξύλινες προεξοχές στά παρά­θυρα τοῦ νε­ροχύτη, ὅπου οἱ νοικοκυρές τοποθε­τοῦσαν τά πλυμένα πιάτα γιά νά στεγνώσουν ἤ γλάσ­τρες μέ βασιλικούς, (BΕΝ. altàna).

Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.