αλτάνα (η)
στενή λουρίδα γης δίπλα σε τοίχο αυλής ή κήπου, όπου φυτεύονται άνθη.
Δημ. τραγ.: “Περιβόλι μου οργανωμένο, / μαργαριταροσπαρμένο / πο΄χεις γύρω – γύρω αλτάνες / λεμονιές και μαντζουράνες”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
ἀλτάνα (ἡ): ἐξώστης, πολίτσα (ξύλινες προεξοχές στά παράθυρα τοῦ νεροχύτη, ὅπου οἱ νοικοκυρές τοποθετοῦσαν τά πλυμένα πιάτα γιά νά στεγνώσουν ἤ γλάστρες μέ βασιλικούς, (BΕΝ. altàna).
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου