αλαφιάζω -ομαι
τρομάζω ξαφνικά, τρέχω καταφοβισμένος, όπως το ελάφι: “Αλαφιάστηκε τ΄ άλογο και τον γκρέμισε” – “Τ΄ άκουσα κι αλαφιάστηκα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀλαφιάζω -ομαι: (ἔλαφος) = τρομάζω σὰν ἐλάφι, καταπλήσσω -ομαι, ὑποπτεύομαι.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Χρησιμοποιείται κυρίως ως μέσο ρήμα και φυσικά είναι ελαφιάζομαι που θα πει εδώ τρομάζω σαν ελάφι (λέξη απ΄ την οποία παράγεται ο τύπος) και η μετοχή α(ε)λαφιασμένος. Το ελάφι είναι ευαίσθητο και γοργοπόδαρο.”Συχνή είναι η φράση: έφυγε σαν αλαφιασμένος, φοβισμένος.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Ἀλαφιάζομαι § Μέσ. περιάγω τοὺς ὀφθαλμοὺς μετὰ φόβου ὡς ἡ ἔλαφος, ξιππάζομαι (ἴδ. Βυζ. ἐν λ. ᾿ξυππάζομαι).
Σημ. ἴδ. ἀλάφι. Τὸ ξυππάζω τοῦ Βυζ. γράφει ᾿ξεππάζω ὁ Οἰκονόμος (περὶ προφ. Ἑλλην. σ. 250) καὶ ξεπάζω ὁ Δάρβαρης (Γραμμ. σ. 415).