νότσολος (ο)
ο νεωκόρος, ο ευταξίας.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Νόντσολος /ὁ/ (Ἰ. nunzio -ale) = ὁ κλητὴρ τοῦ ἐπισκόπου, εὐταξίας.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
νεωκόρος, εκκλησιαστικός φροντιστής (από το Ιτλ. donzello= κλητήρας)
Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε