μπούτζαρο
Μπούτζαρο /τὸ/ (Τ. μουδζοὺρ) = μικρός, ἀτροφικός, εὐτελής, ἀσήμαντος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
κάθε τι ευτελές, χωρίς αξία
(πιθ. από το Ιτλ. muzzaro = αγροίκος / +μτφ επί πραγμάτων = ευτελή, όχι καλής ποιότητας)
Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε