Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

χλιβερὸς -ὴ -ὸ

Χλιβερὸς -ὴ -ὸ (θλίβω) = θλιβερός, λυπημένος, ἀτυχής, συμπαθής.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Χλιβερὸς § θλιβερός, δυστυχής. Ἐκ τούτου καὶ ἐπίρρ. χλιβερά. Π. θέλω νὰ κλάψω χλιβερὰ καὶ παραπονεμένα.

Σημ. Ἐκ τοῦ θλιβερὸς κατὰ τὰ Δωρ. ὄρνιχα ἀντὶ ὄρνιθα· χρῶνται δὲ τῇ λ. οἱ χωρ. Ὁ Βυζ. π. τὸν τύπο τοῦτον.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.