χλιαίνω
ζεσταίνω ελαφρά το νερό.
Δημ. τραγ.: “Βάλτε να χλιάνει το νερό και φέρτε το σκαφίδι / φέρτε μεσάλι καθαρό και κόκκινο μαντήλι / και φέρτε μεξόσητα κι αλεύρι σιμιγδάλι / για ν΄ αναπιάσομε κι εμείς της νύφης το προζύμι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Χλιαίνω (χλίω) = θερμαίνω μετρίως, κάμνω χλιαρόν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
ζεσταίνω. Λέμε “ας το 9το νερό) να χλιάνει”. Από το αρχαίο χλέω.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης