χλεμπονιάζω
Χλεμπονιάζω (χλόη-πονέω; Σ. χλὲb) = πρασινοκιτρινίζω ἀπὸ ἑλονοσίαν, γίνομαι νωθρὸς καὶ ἀδρανής.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Χλεμπονιάζω § Μέσ. εἰμὶ κύτρινος, ὡς ἡ χλεμπόνα, ἑπομένως καχεκτικός. Ἐκ τούτου καὶ χλεμπονιάρης = ὁ ἀρρωστιάρης.
Σημ. Περὶ τῆς καταλ. –άρης ἰδ. ᾿Ξυπολιάρης.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
καί χλεμπόνα (η)