Όλες οι λέξεις στο Σ
χτυπώ κάποιον άσχημα, τον τραυματίζω, τον καθιστώ σακάτη. Το σακατεύω αναφέρεται και σε τραυματισμό από ζώα, από γάτες ή σκύλους, επίσης σε αγκαθωτούς θάμνους ή αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Γι΄ αυτό λέμε: “Σακατεύτηκα, με σακάτεψε, θα σε σακατέψω”. Κατάρα: “Μωρέ σακατεμένο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σακατεύω (Ἰ. sciancato, Ἀ. . . . Περισσότερα
αναπηρία
μεγάλο σακί, πλατύ, χρήσιμο για την αποθήκευση δημητριακών και μεταφορά κοπριάς στα κτήματα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σακέρα = στενή σακούλα (ἀπ᾿ τό στενό σακί). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
μεγάλο βελόνι για το ράψιμο σακιών και χοντρών ρούχων.
βάνω πράγματα σε σακούλι, ενθυλακώνω. αμετ. παρακειμένου για ενδύματα, ρούχα: Δεν κάνει καλή εφαρμογή, κάνει σούφρες. “Δε σου το ΄φκιασε καλά η μοδίστρα, να εδώ σακουλιάζει”.
ο διαχειριστής των οικοδομικών υποθέσεων σπιτιού ή επιχείρησης, αυτός που έχοντας το χρήμα έχει και το πρόσταγμα
Σαλ(ι)μίδα /ἡ/ (Ἰ. sciogliere-mato;) = βροχίδα λιναριοῦ ἐκ τῶν χρησιμοποιουμένων πρὸς κατασκευὴν σφενδόνης.
σάλα (ἡ): σαλόνι, αἴθουσα ὑποδοχῆς, (ΙΤ. sala).
η σαύρα, κοινώς σκοταρέλα, σαλαμίδι ( η μικρή σαύρα), συνήθως πράσινου χρώματος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σαλαβρύχα /ἡ/ (σαλάμβη, σαλαμάνδρα, Ἰ. salubrica -ico) = σαῦρα, γουστέρα, σαμιαμίθι. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Σαλαβρίχα = σαύρα. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
παρακινώ το κοπάδι γιδιών και προβάτων κ.λπ. να πάνε στην κατεύθυνση που θέλω. Το σαλάγισμα γίνεται με ειδικά φωνητικά παρακελεύσματα, με σφυρίγματα ή άλλους τρόπους, όπως με λιθαριές και χτυπήματα μεταλλικών δοχείων, τενεκέδων κ.λπ. Άγγ. Σικελιανός, Αλαφρ. ΙΙΙ, 370: “να σαλαγάς τα κύματα / με τη χλωρή φλογέρα”. Λεξικό του . . . Περισσότερα
Σαλάγϊσμα (Σαλάϊσμα )/τὸ/ (σαλάγη) = παρακέλευσις πρὸς ζῷον. βλ. καί σαλαγάω
αναστατωμένος, ανήσυχος, βιαστικός, απρόσεκτος. “Κάνει σαν σαλαγισμένος δε βλέπεις;”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σαλα(γ)ϊσμένος -η -ο (σαλάγη) = ὁ κινούμενος ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν σαλαγίσματος, ἐπιπόλαιος, ἀλλοπρόσαλλος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
βλ. σαλτάρω
Σαλάδος -α –ο (Ἰ. salado) = ἁλίπαστος, ἁλμυρός, ἁλατισμένος.
στραπατσάρω
καπνιστός και ελαφρά αλατισμένο ψάρι κακοφκιασμένα, κακομαγειρεμένα πράγματα. Αταξία, ανακάτωμα. Φράση: “Τα ΄καμες όλα σαλαμ΄στράδα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σαλαμ(ου)στράδος -α (Ἰ. salmastro) = ἰχθῦς καπνιστὸς πρὸς διατήρησιν μετὰ σύντομον ἁλάτισμα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
σαλαβρύχα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σαλαμίδι /τὸ/ (σαλαμάνδρα) = μικρὰ σαῦρα, σαμιαμίθι, γουστερίτσα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Σαλαμίδι = σαμιαμίδι, εἶδος μικρῆς σαύρας, διαβιεῖ συνήθως κοντά στά σπίτια. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
η αρμύρα, κατασκευασμένη ειδικά για τη συντήρηση ορισμένων φαγώσιμων, όπως του τυριού, των ελιών κ.ά. είδος γιαουρτιού που το έφκιαναν στα χωριά της Ν. Λευκάδας, όπου υπήρχε μεγάλη κτηνοτροφία. Την έφκιαναν το 15αύγουστο για να τη γευτούν μετά της Παναγίας. Μείγμα μυζήθρας και γάλατος. Την έβαζαν να ζυμωθεί σ΄ ένα . . . Περισσότερα
Σαλαμοῦστρο /τὸ/ (Ἰ. sciolgere-mostra) = καταστροφή, ἐξευτελισμός, σύγχυσις.
λέγεται προκειμένου για ψάρια που βρίσκονται σε κατάσταση αποσύνθεσης. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σαλαπουριάζω (Τ. σαλαπούρια) = λέγεται ἐπὶ ψαρικῶν ποὺ ἔμειναν ἐπὶ πολὺ στοιβαγμένα μὲ ἔναρξιν ἀποσυνθέσεως. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
χτυπώ κάποιον άσχημα φράσεις: “Έπεσα απ΄τα ποδάρια μου και σαλατιάστηκα” – “Του ΄δωσε γερό ξύλο το εσαλάτιασε”. μτχ.: σαλατιασμένος. βλ. σαλατιασμάρα
γενική αδιαθεσία, κόπωση βλ. σαλατιάζω Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
πλατύψαρο που κινείται στην ανοιχτή θάλασσα.
αποθήκη που αποθέτονταν τα παλιά και άχρηστα πράγματα, ιδίως ρούχα του σπιτιού. Τα πράγματα αυτά τα αποθήκευαν στο κενό της στέγης. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σαλβαρόμπα /ἡ/ (Ἰ. salvare-roba) = ἀποθήκη παλαιῶν πραγμάτων τῆς οἰκίας, τὸ μεταξὺ ὀροφῆς καὶ στέγης κενόν. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης . . . Περισσότερα
συσκευή αποστακτική προσδιοριστική του οινοπνεύματος
γκέμι Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σαλ(ι)βάρι /τὸ/ (Ἰ. salivale -are) = χαλινός, γκέμι, χαβί. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Σαλιβάρι = σιδηρένιο καπίστρι, γιά τά ἀτίθασα ὑποζύγια. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
αλατιέρα του τραπεζιού Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σαλιέρα /ἡ/ (Ἰ. saliera) = ἁλατιέρα, ἐπιτραπέζιον ἁλατοδοχεῖον. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
βλ. σαλίτζο Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη
το “καλιγωμένο” σαν καλντερίμι δάπεδο των χαμώγιων σπιτιών, αλλά και το πλακόστρωτο μέρος μπροστά ή από μέσα, στις πόρτες των σπιτιών. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σαλίτζο /τὸ/ (Ἰ. solido) = τὸ πρὸ τῆς θύρας πλακόστρωτον. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης (ο). Το “καλιγωμένο” δ΄πεδο των αυλών. . . . Περισσότερα
αποθήκη παλαιών πραγμάτων, επίπλων, ρούχων του σπιτιού, αποθήκη κάτω από τη σκάλα του σπιτιού, σοφίτα που χρησιμοποιείται ως αποθήκη, το μεταξύ της στέγης και της οροφής κενό