σακατεύω -ομαι
χτυπώ κάποιον άσχημα, τον τραυματίζω, τον καθιστώ σακάτη.
Το σακατεύω αναφέρεται και σε τραυματισμό από ζώα, από γάτες ή σκύλους, επίσης σε αγκαθωτούς θάμνους ή αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Γι΄ αυτό λέμε: “Σακατεύτηκα, με σακάτεψε, θα σε σακατέψω”.
Κατάρα: “Μωρέ σακατεμένο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σακατεύω (Ἰ. sciancato, Ἀ. Τ. σακὰτ) = καθιστῶ τινὰ ἀνάπηρον, τραυματίζω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης