σακουλιάζω
βάνω πράγματα σε σακούλι, ενθυλακώνω.
αμετ. παρακειμένου για ενδύματα, ρούχα: Δεν κάνει καλή εφαρμογή, κάνει σούφρες. “Δε σου το ΄φκιασε καλά η μοδίστρα, να εδώ σακουλιάζει”.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
βάνω πράγματα σε σακούλι, ενθυλακώνω.
αμετ. παρακειμένου για ενδύματα, ρούχα: Δεν κάνει καλή εφαρμογή, κάνει σούφρες. “Δε σου το ΄φκιασε καλά η μοδίστρα, να εδώ σακουλιάζει”.