βάζο (το)
- όλα τα μικρά δοχεία που έβαζαν μέσα καφέ, ζάχαρη, τσάι κτλ.. τα ΄λεγαν βάζα.
- Ο κυκλικός τοίχος των ανεμόμυλων.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
βάζο (τό): δύο μακρυά καί χονδρά ξύλα (συνήθως κορμοί) στό μῆκος περίπου τοῦ καϊκιοῦ, ἑνωμένα μεταξύ τους μέ ξύλα ἤ σίδερα κάθετα σέ αὐτά. Πάνω σ᾿ αὐτή τήν βάση θά συρθεῖ τό καΐκι ὅταν τελειώσει γιά νά πέσει στήν θάλασσα, (Κ. Διαμαντίδης – Α. Ζήβας: «ΤΟ ΤΡΕΧΑΝΤΗΡΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΑΥΠΗΓΙΚΗ ΤΕΧΝΗ», Ἔκδοση ΕΟΜΜΕΧ, Ἀθῆνα 1986, σελ. 41). Ἐπίσης ὁ κυκλικός τοῖχος τῶν ἀνεμομύλων.
βάζο (τό): οἱ περιφερειακοί τέσσερις τοῖχοι τοῦ ὀρόφου, πρίν τήν κατασκευή τῆς στέγης, ( IT. vaso).
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου