Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σαλαβρύχα (η)

η σαύρα, κοινώς σκοταρέλα, σαλαμίδι ( η μικρή σαύρα), συνήθως πράσινου χρώματος.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σαλαβρύχα /ἡ/ (σαλάμβη, σαλαμάνδρα, Ἰ. salubrica -ico) = σαῦρα, γουστέρα, σαμιαμίθι.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Σαλαβρίχα = σαύρα.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.