Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τράμπα (η)

διαπραγμάτευση και ανταλλαγή για αγοραπωλησίες. “έδωσα το γάιδαρό μου και λίγα χρήματα και πήρα αυτό το μουλάρι”. Συχνά ακούμε τη φράση: “Τα κάναμε τράμπα, του ΄δωκα τις ελιές και μου ΄δωκε το χωράφι στην τάδε τοποθεσία”. Το ρ. τραμπάρω.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τράμπα /ἡ/ (Σ. τράμπα) = ἀνταλλαγὴ, πώλησις (κινητῶν ἢ ζῴων).

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


 

Τράμπα, η = η ανταλλαγή, η μεταπρατική πράξη.Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.