τράμπα (η)
διαπραγμάτευση και ανταλλαγή για αγοραπωλησίες. “έδωσα το γάιδαρό μου και λίγα χρήματα και πήρα αυτό το μουλάρι”. Συχνά ακούμε τη φράση: “Τα κάναμε τράμπα, του ΄δωκα τις ελιές και μου ΄δωκε το χωράφι στην τάδε τοποθεσία”. Το ρ. τραμπάρω.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τράμπα /ἡ/ (Σ. τράμπα) = ἀνταλλαγὴ, πώλησις (κινητῶν ἢ ζῴων).
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τράμπα, η = η ανταλλαγή, η μεταπρατική πράξη.Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα