σ(υ)νεπαίρνω
βοηθώ κάποιον που σηκώνει στους ώμους του ή στο κεφάλι του ένα βάρος, παίρνοντας το βάρος αυτό κι εγώ για κάμποσο διάστημα. Τον ανακουφίζω. (συνεπαίρνω)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σ(υ)νεπαίρνω (σὺν-ἐπὶ-αἵρω) = συνοδεύω πρόσωπον ἀναλαμβάνων μέρος τοῦ φόρτου του, βοηθῶ τινὰ ἀπερχόμενον.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης