σ(ι)μούριο (το)
μικροσκοπικός και ασχημομούρης.
φράση: “χαρά στο σιμούριο …!”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σιμούριο (σιμός, Ἰ. sommario;) = μικροσκοπικός, βρεφώδης.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Σιμούριο = ἀτροφικός καί ἄσχημος στήν ἐμφάνιση, αὐτό τό σιμούριο (αὐτό τό ξόανο).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής