ψειροκοῦτι
Ψειροκοῦτι /τὸ/. Ἐπὶ φθειριῶντος νεκροῦ λέγεται ἡ φράσις: «ἄνξε τὸ ψειροκοῦτι» = ἡνοίχθη ἀόρατον καὶ μυστηριῶδες κυτίον (φωλεὰ) ψειρῶν.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ψειροκοῦτι /τὸ/. Ἐπὶ φθειριῶντος νεκροῦ λέγεται ἡ φράσις: «ἄνξε τὸ ψειροκοῦτι» = ἡνοίχθη ἀόρατον καὶ μυστηριῶδες κυτίον (φωλεὰ) ψειρῶν.
το εργαλείο αυτό χρειαζόταν για το ράντισμα των αμπελιών και των δέντρων και ήταν χάλκινο
Ψέλνω § ψάλλω, μωρολογῶ. Π. τί ψέλνεις; δημοσιεύω τὰ κακά τινος. Π. Κύτταξε μὴ μὲ κάμῃς καὶ σ᾿ τὰ ψέλνω· καὶ ἑπομένως ἐξυβρίζω. Σημ. Ὁ Βυζ. γρ. μόνον ψάλλω, ἀγνοῶν καὶ τὰς σημασίας ταύτας
η ψεύτρα
Ψένω § ὀπτάω. Μ. βασανίζω τινά. Π. τὸν ἔψησεν ἡ ἀρρώστια τριτοπρόσ. Ψένει § εἶνε θερμός. Π. τὸ χέρι σου ψένει. Σημ. Ἐκ τοῦ ἕψω κατὰ μετάθεσιν τοῦ ε ψέω § ἐπενθέσει τοῦ ν (Σύλλ. 11) ψένω. Κακῶς λοιπὸν οἱ πλεῖστοι τῶν λογίων γρ. ψήνω νομίζοντες τοῦτο ἑλληνικώτερον.
δοχείο με ψεκαστήρα που ράντιζαν τα αμπέλια με φυτοφάρμακα. Τον τοποθετούσαν στην πλάτη τους. Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη
ψηλά ως τον ουρανό. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ψ(η)λουρανὶς καί ψ(η)λαρνοῦ /ἐπίρ./ = πολὺ ὑψηλὰ πρὸς τὸν οὐρανόν, μέχρις οὐρανοῦ. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
το ψήσιμο του ψωμιού στον οικογενειακό φούρνο. φράση: “Είχα ψήμα σήμερα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ψῆμα /τὸ/ (ἔψω) = τὸ ψήσιμον τοῦ ἄρτου εἰς τὸν σπιτικὸν φοῦρνον. «αὔριο ἔχομε ψῆμα». Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
βράσιμο του μούστου
Ψήστης /ὁ/ (ἔψω) = τὸ κυλινδρικὸν μετ’ ἄξονος σκεῦος ἐντὸς τοῦ ὀποίου διὰ περιστροφῆς ἄνωθεν ἀνθρακιᾶς ψήνεται ὁ καφές, καφοσοῦβλι, καβουρδιστῆρι.
προφέρεται ψ΄φί = ο χαρακτήρας, ο τρόπος συμπεριφοράς. φράση: “Είναι το ψ΄φί του τέτοιο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ψ(η)φὶ /τὸ/ (ψηφίς, ψηφίον) = εἶδος, τεχνοτροπία, ποικιλία (χρώματος, ὑφάνσεως κ.τ.τ.). Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ψηχαλίζει ἀπρόσ. § βρέχει ὀλίγον, ψεκάζει. Μ. νυστάζει. Π. ψυχαλίζουσι τὰ ᾿μάτια μου = νυστάζουν. ΚΝ. Σημ. Ἐκ τοῦ ψεκάζω = ψηκάζω = ψηχάζω καὶ ἐπενθέσει τῆς συλλαβῆς λι ψηχαλίζω κατὰ τὰ ἀλλήλων ἐκ τοῦ ἄλλων ἀλαλκτήριον ἐκ τοῦ ἀλκτήριον κτλ.
κομμάτι δουλεμένου δέρματος, που χρησιμοποιούν οι μπαλωματήδες “για να βάνουν ψίδια”, δηλ. μπαλώματα. “Βάλε μου ένα ψίδι εδώ”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ψίδ(ι) /τὸ/ (ψίω) = τεμάχιον κατειργασμένου δέρματος (ἐκ τοῦ χρησιμοποιουμένου διὰ τὸ ἄνω μέρος τῶν ὑποδημάτων). Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Δεν σχετίζεται . . . Περισσότερα
Ψιδιάζω (ψίω, «ψίδι») = ἐπισκευάζω ὑποδήματα δι’ ἀλλαγῆς τοῦ πρόσω καὶ ἄνω μέρους των.
«… πῆρε τὸν ψιληθρῶνα» (σελ. 289, Φωτεινός, ΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟΝ). ψύλληθρο, ἴσον πτέρις ψιλιθρῶνας, μέρος καλυπτόμενον πυκνῶς ὑπό τοῦ φυτοῦ τούτου. Καὶ παρ΄ ἀρχαίοις ψίλις ἀντί πτέρις καθ΄ Ἡσύχιον.
το παιχνίδι “στριφτό” ή “κορώνα ή γράμματα”, αλλιώς “κορφιάτικο“
επιτήδεια στο γνέσιμο γυναίκα, που κάνει πολύ καλό νήμα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ψ(ι)λογνέστρα /ἡ/ (ψιλὸς-νήθω) = γυνὴ δεξιοτέχνις εἰς τὸ γνέσιμον (δυναμένη νὰ γνέθῃ ψιλὸ νῆμα). Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
ή σύρματα. Είναι το δεύτερης ποιότητας λινάρι που βγαίνει από το χτένισμα. Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
Ψιμάδι § κυρίως τὸ ὑστρογέννητον ἐρίφιον. Σημ. Ἐκ τοῦ ὄψιμος (Σύλλ. 38).
το όψιμα γεννημένο αρνί. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ψ(ι)μάρν(ι) /τὸ/ (ὄψιμος-ἀρνίον) = ἀρνίον ὀψίμως γεννηθὲν (τρυφερὸν κατὰ τοὺς θερινοὺς μῆνας). Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
τα μύγδαλα, το μέσα μέρος τους που τρώγεται. το μαλακό μέρος του ψωμιού.
τρεμοπαίζω τα βλέφαρα
ο καλόγερος, ο ψευδάνθρακας που θεραπευόταν με ρεμέντια: “Όταν παρουσιάζεται ψόφιο στον άνθρωπο κοπανίζουμε σταφίδα ξερή ανακατωμένη με μέλι και τη βάνουν απάνω”. “‘Εβαναν και ψητό κρεμμύδι – την καρδιά του- με σαπούνι μπουγάδας και λίγο γάλα για τους καλόγηρους”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ψόφιο /τὸ/ . . . Περισσότερα
Ψοφολογάω § κοιμῶμαι. Λέγεται δ᾿ ἡ λ. ἐπ᾿ ὀνειδισμῷ, ὅταν τις κοιμᾶται ὑπὲρ τὸ δέον, ἢ ἐν καιρῷ ἐργασίας. Σημ. Ἐκ τοῦ ψόφος (= φθόρος, θάνατος)· ἄπορον δἐ ἡμῖν τὸ τελευταῖον μέρος τῆς λ. (-λογάω) τίνα σημασίαν ἔχει· μἠ ἆρά γε ἐκ τῦ ἄλογον (= κτῆνος, ζῶον) διότι τὸ ψοφάω . . . Περισσότερα
ασθένεια των οικόσιτων ζώων, επιζωστία. φράση: “Να σε φάει κακός ψόφος”. τσουχτερό κρύο. “Αυτό δεν είναι κρύο, είναι ψόφος” – “κάνε ψόφο”.
το φυτό κόνιζα. Με σκούπα, καμωμένη από ψύλληθρο, οι γυναίκες τα χωριά σκουπίζουν κατά διαστήματα τις αυλές και κάποιους εσωτερικούς χώρους του σπιτιού. Πιστεύουν ότι στα ψίλλυθρα κολλάνε οι ψύλλοι και τους μαζεύουν. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ψύλ(ι)θρο /τὸ/ (ψύλλα -ος) = τὸ ποῶδες φυτὸν ἰνούλη . . . Περισσότερα
Ψύχα /ἡ/ (ψύα, ψὶξ) = τὸ μαλακὸν ἔσω μέρος τοῦ ἄρτου, τὸ τρωγόμενον σπέρμα τῶν ἀμυγδαλοειδῶν.
Ψυχή, § ψυχὴ § τὸ ἄτομον τοῦ ἀνθρώπου. Π. Σήμερα δὲν ἤτανε ψυχὴ ᾿ς τὴν ἐκκλησιά – Τὸ ᾿σπίτι μας δὲ χωράει ἀπὸ τρεῖς ψυχαῖς. ΚΝ.
ο υπηρέτης, ο τσοπάνος, ο ακόλουθος, ο πιστός μαντάτορας. Το θηλ. ψυχοκόρη. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ψ(υ)χογυὸς /ὁ/ (ψυχὴ-υἱὸς) = θετὸς υἱός, ψυχοπαῖδι, ὑπηρέτης ἀγροτικῆς οἰκογενείας, ποιμὴν οἰκοσίτων μισθωτός. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
υπηρέτρια