ψιδιάζω 10 Φεβ, 2017 Ψ 0 Σχόλια 0 Ψιδιάζω (ψίω, «ψίδι») = ἐπισκευάζω ὑποδήματα δι’ ἀλλαγῆς τοῦ πρόσω καὶ ἄνω μέρους των.