ψιλιθρῶνα
«… πῆρε τὸν ψιληθρῶνα» (σελ. 289, Φωτεινός, ΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟΝ).
ψύλληθρο, ἴσον πτέρις ψιλιθρῶνας, μέρος καλυπτόμενον πυκνῶς ὑπό τοῦ φυτοῦ τούτου. Καὶ παρ΄ ἀρχαίοις ψίλις ἀντί πτέρις καθ΄ Ἡσύχιον.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!