Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ψόφιο (το)

ο καλόγερος, ο ψευδάνθρακας που θεραπευόταν με ρεμέντια: “Όταν παρουσιάζεται ψόφιο στον άνθρωπο κοπανίζουμε σταφίδα ξερή ανακατωμένη με μέλι και τη βάνουν απάνω”. “‘Εβαναν και ψητό κρεμμύδι – την καρδιά του- με σαπούνι μπουγάδας και λίγο γάλα για τους καλόγηρους”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ψόφιο /τὸ/ (ψάω, ψάφειος) = ψευδάνθραξ, δοθιήν, καλόγερος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.