Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ψοφολογάω

Ψοφολογάω § κοιμῶμαι. Λέγεται δ᾿ ἡ λ. ἐπ᾿ ὀνειδισμῷ, ὅταν τις κοιμᾶται ὑπὲρ τὸ δέον, ἢ ἐν καιρῷ ἐργασίας.

Σημ. Ἐκ τοῦ ψόφος (= φθόρος, θάνατος)· ἄπορον δἐ ἡμῖν τὸ τελευταῖον μέρος τῆς λ. (-λογάω) τίνα σημασίαν ἔχει· μἠ ἆρά γε ἐκ τῦ ἄλογον (= κτῆνος, ζῶον) διότι τὸ ψοφάω (= ἀποθνήσκω) ἐπὶ τῶν κτηνῶν μόνον λέγεται, ἵνα ᾖ ψοφολογάω = κοιμῶμαι

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.