ψένω
Ψένω § ὀπτάω. Μ. βασανίζω τινά. Π. τὸν ἔψησεν ἡ ἀρρώστια τριτοπρόσ. Ψένει § εἶνε θερμός. Π. τὸ χέρι σου ψένει.
Σημ. Ἐκ τοῦ ἕψω κατὰ μετάθεσιν τοῦ ε ψέω § ἐπενθέσει τοῦ ν (Σύλλ. 11) ψένω. Κακῶς λοιπὸν οἱ πλεῖστοι τῶν λογίων γρ. ψήνω νομίζοντες τοῦτο ἑλληνικώτερον.