Όλες οι λέξεις στο Ψ
συνέρχομαι, δυναμώνω σιγά σιγά, παίρνω θάρρος. “Έφαγα και ψ΄χοπιάστηκα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ψ(υ)χοπιάνομαι (ψυχὴ-πιάζω) = ἀναλαμβάνω ἀπὸ ἐξάντλησιν, συνέρχομαι ἀπὸ ἀτονίαν. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Ψυχοπιάνω = 1. δυναμώνω, 2. βοηθῶ τό νεογέννητο νά πρωτοθηλάσει γιά νά πάρει ζωή. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – . . . Περισσότερα
συμπόνεση. “Μ΄ πονεί η ψυχή μ΄ έτσ΄ που τόνε βλέπω” = πόνος ψυχής, λύπηση. “Να σε ιδώ να σ’ερνεσαι κι η ψ΄χή να μην πονέσ΄”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ψ(υ)χοπόνεση /ἡ/ (ψυχὴ-πόνος) = ἰλασμός, εὐσπλαχνία, συμπόνια. Ψ(υ)χοπόνια /ἡ/ βλ. λ. ψ(υ)χοπόνεση. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
ευσπλαχνίζομαι κάποιον, είμαι ψυχοπονιάρης. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ψ(υ)χοπονιῶμαι (ψυχὴ-πόνος) = οἰκτείρω, εὐσπλαγχνίζομαι. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
μικρή λειτουργιά (=άρτος σφραγισμένος) που μοιράζουν σε περιπτώσεις πένθους. Τα ψυχούδια τα λένε και Σαββατιάτικα γιατί τα πήγαιναν στην εκκλησία κάθε Παρασκευή για να διαβαστούν απ΄ τον παπά το πρωί του Σαββάτου. Ψυχούδια έστελναν μετά το μνημόσυνο, “στις 40”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ψ(υ)χοῦδ(ι) /τὸ/ (ψυχαῖον) . . . Περισσότερα
Ψωλιόγκος /ὁ/ (ψωλὴ) = τὸ ἀλαντοειδὲς θαλάσσιον ὀλοθουρία, κατουρίλας.
ταγίζω κάποιον με ψωμί, ενισχύω οικονομικά, βγάζω κάποιον από τη φτώχια, φιλοξενώ Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη
χαμογελάω ελαφρά και με νόημα.
φιλεύσπλαχνη
Ψωμοζήτης, ο: (ψωμός+ζήτουλας) = ζητιάνος ακόμα και για το ψωμί.
ζω φτωχικά, μόλις και μετά βίας καταφέρνω “να οικονομήσω” το ψωμί μου. “Ψωμοζούν” πότε μαζεύοντας μισακές ξένες ελιές, πότε κάνοντας κάνα μεροδούλι στ΄ αμπέλια, τι αν κάμουν οι φτωχοφαμελίτες….
η στέρηση του ψωμιού, η “λύσσα” για ψωμί. Κατάρα: “ψωμόλυσσα να σε πιάσει” , λέει η μάνα χαϊδευτικά στο παιδί της που της ζητάει κι άλλο ψωμί. “το έφαγες κιόλας μωρές ξεπατωμένο; Ψωμόλυσσα να σε πιάσ΄”.
ο αχάριστος στον ευεργέτη του ή σ΄ αυτόν που τον φιλοξενεί. Στο τοπικό δημ. τραγούδι. “Του Αργύρη” συναντάμε: “Μ΄ έφαγες Κούρτη κερατά, Πατράλα ψωμοπάτη!” (Δημοτικά Τραγούδια της Λευκάδας, σελ. 237).
πέτρα μαλακή, που σκαλίζεται εύκολα χωρίς και να διαλύεται. Με τέτοιες μεγάλες μονοκόμματες πέτρες πολλοί παλιοί Λευκαδίτες έφκιαναν τις πέτρινες πίλες (=αποθήκη λαδιού), όπου έβαναν ολοχρονίς το λάδι τους. Τις χρησιμοποιούσαν πολύ και οι λαδέμποροι της Χώρας. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ψωμόπετρα /ἡ/ (ψωμὸς-πέτρα) = εὔθριπτον . . . Περισσότερα
μεστώνω, δυναμώνω, παχαίνω. φράση: “Τα σιτάρια εψώμωσαν”, εμέστωσαν. Σε ανθρώπους: “εψώμωσε τώρα το παιδί”, δηλ. δυνάμωσε, πάχυνε.
ο εξαθλιωμένος, ο πάμφτωχος, ο “ελεεινός και τρισάθλιος”.
ο ψωριάρης. Η λέξη είναι εύχρηστη για ζώα κυρίως “ψωριάρικο σκυλί”, “ψωριάρικο άλογο” κ.λπ. με τη σημασία του κοκκαλιάρικου, του πειναλέου, αποδιοπομπαίου.