ψέλνω
Ψέλνω § ψάλλω, μωρολογῶ. Π. τί ψέλνεις; δημοσιεύω τὰ κακά τινος. Π. Κύτταξε μὴ μὲ κάμῃς καὶ σ᾿ τὰ ψέλνω· καὶ ἑπομένως ἐξυβρίζω.
Σημ. Ὁ Βυζ. γρ. μόνον ψάλλω, ἀγνοῶν καὶ τὰς σημασίας ταύτας
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ψέλνω § ψάλλω, μωρολογῶ. Π. τί ψέλνεις; δημοσιεύω τὰ κακά τινος. Π. Κύτταξε μὴ μὲ κάμῃς καὶ σ᾿ τὰ ψέλνω· καὶ ἑπομένως ἐξυβρίζω.
Σημ. Ὁ Βυζ. γρ. μόνον ψάλλω, ἀγνοῶν καὶ τὰς σημασίας ταύτας