ψεχαστήρας (ο)
δοχείο με ψεκαστήρα που ράντιζαν τα αμπέλια με φυτοφάρμακα. Τον τοποθετούσαν στην πλάτη τους.
Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
δοχείο με ψεκαστήρα που ράντιζαν τα αμπέλια με φυτοφάρμακα. Τον τοποθετούσαν στην πλάτη τους.
Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη