ψύλληθρο (το) και ψύλιθρο
το φυτό κόνιζα. Με σκούπα, καμωμένη από ψύλληθρο, οι γυναίκες τα χωριά σκουπίζουν κατά διαστήματα τις αυλές και κάποιους εσωτερικούς χώρους του σπιτιού. Πιστεύουν ότι στα ψίλλυθρα κολλάνε οι ψύλλοι και τους μαζεύουν.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ψύλ(ι)θρο /τὸ/ (ψύλλα -ος) = τὸ ποῶδες φυτὸν ἰνούλη ἡ ἰξώδης, κόνυζον, ψυλλήτρα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ψύλινθρο ἡ ἰνούλη = ποῶδες πολυετές φυτό μέ φαρμακευτικές ἰδιότητες.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής