ψήμα (το)
το ψήσιμο του ψωμιού στον οικογενειακό φούρνο.
φράση: “Είχα ψήμα σήμερα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ψῆμα /τὸ/ (ἔψω) = τὸ ψήσιμον τοῦ ἄρτου εἰς τὸν σπιτικὸν φοῦρνον. «αὔριο ἔχομε ψῆμα».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης