κρούσταλλο (το)
είμαι κρύσταλλο = παγωμένος. “Μη με πιάνεις, θα σε κρουσταλλιάσω”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κρούσταλο /τὸ/ (κρύσταλλον) = πάγος, παγωμένος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
είμαι κρύσταλλο = παγωμένος. “Μη με πιάνεις, θα σε κρουσταλλιάσω”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κρούσταλο /τὸ/ (κρύσταλλον) = πάγος, παγωμένος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Κρουστὸς -ὴ -ὸ (Λ. crusta) = πυκνὸς τὴν πλέξιν ἢ τὴν ὕφανσιν.
κρούει. βρωμάει ανυπόφορα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κρούω = ἀποκρούω διὰ δυσοσμίας, βρωμῶ ἀπροσπελάστως. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Με την έννοια του βρωμάω. Ο Λάζαρης αγνοεί την πλήρη ετυμολογία ενώ ο Κοντομίχης αρκείται στην ερμηνεία, όπως και ο προηγούμενος του “βρωμάει ανυπόφορα”. Δεν χρειάζεται . . . Περισσότερα
Γατσούλι, ως γνωστόν, είναι το γατάκι, που μαζεύεται στη γωνιά (τζάκι), επειδή κρυώνει. Και ο κρυουλιάρης άνθρωπος χαρακτηρίζεται “κρυωγάτσουλο”. Στο χωριό έχουμε και το παρατσούκλη “γατσούλης”.
ποικιλία αχλαδιών Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη
το σκυλί που επιτίθεται κρυφά, ξαφνικά, απρόσμενα. μτφ. : ο άνθρωπος ο ύπουλος, ο καταχθόνιος. φράση: “Αυτός δα είναι κρυφοφάικο σκυλί”.
Κσουλτάρω βλ. λ. Κ(ον)σουλτάρω.
Κσοῦλτο /τὸ/ βλ. λ. Κ(ον)σοῦλτο.
Αυτός που έχει κτητορικό δικαίωμα σε έναν Ι. Ναό, τον “κατέχει” με όλα τα συμπαρομαρτούντα δικαιώματα (τιμητικά προνόμια κυρίως, π.χ. ξεχωριστό στασίδι) και υποχρεώσεις (π.χ. υποχρέωση συντήρησης του Ναού ακόμη και ιδίαις δαπάναις, αν χρειαστεί)
κτίστης (ὁ): ΑΡΧ. κτίστης.
Αυτός που έχτισε ή ανακαίνισε εκ βάθρων έναν Ι. Ναό.
Κυάλι βλ. λ. κιάλι.
γλυκό του κουταλιού (κυδώνι κομμένο σε μικρά κομματάκια, βρασμένα με νερό και ζάχαρη, συχνά έριχναν μέσα και αποφλοιωμένα αμύγδαλα
Κυοφορά(ρ)ω (κυοφορέω) = καθυστερῶ, χρονοτριβῶ, ἀδρανῶ. κυοφοράω / κυοφοράρω
το ποώδες φυτό κύπειρος και κύπερος, κοινώς κύπερη Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
χοντρό ρούχο στον αργαλειό
Το φυτό κύπαρη που φυτρώνει στα γεμάτα νερό χαντάκια, που το χρησιμοποιούν, όπως το ψαθί, για στέγες καλυβιών κυρίως. Την κύπερη χρησιμοποιούσαν και για δεσίματα, όπως το βούρλο.
σφαιρικό μικρό κουδούνι που έβαζαν στα οικόσιτα ζώα και στα άλογα
μεγάλα χάλκινα κουδούνια προβάτων ή και γιδιών βλ. κυπροκούδουνα και κύπρος
βλ κύπρος και κυπριά
το κουδούνι των προβάτων και γιδιών, άλλως κυπροκούδουνο, κυπρί, και κυπρέλλι. Ο κύπρος είναι μεγάλο χάλκινο κουδούνι, που το βάνουν συνήθως στα γκεσέμια. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κύπρος /ὁ/ (Ἰ. cupro) = κωδωνίσκος οἰκοσίτων ζῴων, καμπανέλλι. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Κύπρος = μεγάλο ὀρειχάλκινο κωδούνι . . . Περισσότερα
η κυρά, η υπηρέτρια του σπιτιού. Σε χργρ απολογισμό των εξόδων του σπιτιού (1758 – Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) βλέπομε: “Σε αποκριάτικα και πασχαλιάτικα του δασκάλου της Κιράτζας έος σήμερον, λ. 317”. γυναίκα ή και άντρας αμφιβόλου διαγωγής, κακοσουλούπικη, κακομοίρα. Φράσεις: “Ε, η κυράτσα μας ήρθε” – για ακατάδεχτες κυρίες: “Η . . . Περισσότερα
ο έχων την πλήρη κυριότητα
Τὸ ἐναντίον τῆς σκούλης εἶνε ἡ κύψι
βλ. βοβιός ή γωβέος ή γωβιός καί κωκοβιός
βλ. βοβιός ή γωβέος ή γωβιός καί κωβιός
κώλου – κώλου, δηλ. είναι έτοιμο να βγει έξω. Το λέμε για τις “ετοιμότοκες” κότες. φράσεις: “Η κότα σε λίγο θα γεννήσει το αυγό. Το ΄χει κώλ΄-κώλ΄” – ” κώλ΄- κώλ΄ το ΄χει τ΄ αυγό, θα το φας ζεστό”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κώλ(ου)-κώλ(ου) /ἐπίρ./ (κῶλον) = . . . Περισσότερα
Αηδής λέξη, που λέγεται για κείνον (ή εκείνη) που προσπαθεί να “καλοπιάσει” κάποιον προκειμένου να πετύχει κάτι, συνήθως παράνομο.
Κώλεθρο /τὸ/ (κωλὴ) = ἀποπάτημα, περίττωμα (κατὰ σύγχυσιν πρὸς τὴν λέξιν κόλυθρον). βλ. λ. κόλεθρο.
χτύπημα στα όπισθεν μαλακά μέρη με την παλάμη. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κωλιὰ /ἡ/ (κωλὴ) = πλῆγμα διὰ τῆς παλάμης εἰς τοὺς γλουτούς. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης