κωλόσουρος (ο)
μεγάλο κλαδί φουντωτό, που χρησιμοποιούν όσοι θέλουν να κατέβουν από μεγάλο κατήφορο, γυμνό από θάμνους και δέντρα και δίχως μονοπάτι.
Κάθονται πάνω στο κλαδί κρατώντας για τιμόνι το χοντρό μέρος του και φτάνουν κάτω. Αυτό συνέβη πολλές φορές κατά τη διάρκεια της κατοχής και της Αντίστασης.
φράσεις: “Πώς τα κατάφερες κι ήρθες τόσο γλήγορα; – Με τον κωλόσουρο, από την Αγία Άννα κατέβηκα στη λαγκάδα στη στιγμή.