Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κωλοκ(ου)ρίζω

  1. κουρεύω τα πρόβατα γύρω από την ουρά τους, στο πίσω μέρος. Αυτό γίνεται το Μάη – Ιούνιο “για να ανασάνουν λίγο τα κοπάδια”
  2. μτφ.: το κακό κούρεμα ανθρώπου από τον κουρέα του: “κειο βλέπω, εκωλοκ΄ρεύτηκες”, Ειρωνικά, το αποτέλεσμα του κωλοκουρέματος λέγεται κωλόκρο και έχει διπλή σημασία, επειδή τα μαλλιά του κωλοκουρίσματος είναι κατώτερης ποιότητας.
    μτφ. : κωλόκουρο = ευτελές φιλοδώρημα, που λαβαίνει κάποιος για να μη λάβει, π.χ. μέρος, σε μεγάλη δημοπρασία.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κωλοκ(ου)ρίζω (κωλὴ-κουρὰ) = κουρεύω πρόβατον μερικῶς μόνον κατὰ τὸ ὀπίσθιον μέρος κατὰ τὸν Μάϊον.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.