κωλοκ(ου)ρίζω
- κουρεύω τα πρόβατα γύρω από την ουρά τους, στο πίσω μέρος. Αυτό γίνεται το Μάη – Ιούνιο “για να ανασάνουν λίγο τα κοπάδια”
- μτφ.: το κακό κούρεμα ανθρώπου από τον κουρέα του: “κειο βλέπω, εκωλοκ΄ρεύτηκες”, Ειρωνικά, το αποτέλεσμα του κωλοκουρέματος λέγεται κωλόκρο και έχει διπλή σημασία, επειδή τα μαλλιά του κωλοκουρίσματος είναι κατώτερης ποιότητας.
μτφ. : κωλόκουρο = ευτελές φιλοδώρημα, που λαβαίνει κάποιος για να μη λάβει, π.χ. μέρος, σε μεγάλη δημοπρασία.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κωλοκ(ου)ρίζω (κωλὴ-κουρὰ) = κουρεύω πρόβατον μερικῶς μόνον κατὰ τὸ ὀπίσθιον μέρος κατὰ τὸν Μάϊον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης