Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κωλομπούρης -ω

Κωλομπούρης -ω (Ἰ. culo-puro) = ἀπεστρογγυλωμένος κατὰ τὸ ὀπίσθιον, πουλερικὸν φύσει χωρὶς οὐράν.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.