κωπὴ καὶ κωπάδι και κοπή, κοπάδι
Κωπὴ καὶ Κωπάδι (κωπεύω) τὸ πολυπληθὲς ποίμνιον ἐκ μεταφορᾶς τῶν στρατιωτικῶν τάξεων. Φρ. μιὰ κωπὴ ᾿νωμάτοι γήρτανε στὸ σπίτι μας.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός
Κοπὴ καὶ κοπάδι § ἀγέλη, ποίμνιον.
Σημ. Ὁ Βυζ. σημειοῖ μόνον τὸν δεύτερον τύπον. Ἐκ τοῦ κόπτω.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου