Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Κ

κριθαράκι (το)

ασθένεια των ματιών, φλεγμονή με πύον στα βλέφαρα. Οι παλιοί το αντιμετώπισαν, ως συνήθως, με γιατροσόφια: “Δια το κριθωμα το οποίον εβγαίνει επάνω εις τα τσίνορα των ομματίων, να μασήσει νηστικός κριθάρι, να το βάζει απάνου” (Η λαϊκή ιατρική της Λευκάδας, σελ 228/45). κριθαράκι = ζυμαρικό ψιλό που έχει το . . . Περισσότερα

κριθαρολόγος (ο)

το ωδικό πτηνό συκοφάγος ή κιτρινοπούλι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κριθαρολόγος /ὁ/ (κριθὴ-λέγω) = τὸ ὠδικὸν πτηνὸν ὁρίολος ἡ γαλβούλη, χλωρίων, συκοφάγος, κιτρινοποῦλι. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

κρίθωμα

βλ. κριθαράκι Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

κρίνω

Κρίνω: (κρίνω, έκρινα, κέκρικα), με τη σημασία του διαλέγομαι, ομιλώ, εκφέρω κρίση ή απόφαση. «Ετυμ.: (κρί-ν-jω), κρίνω, λεσβ. κρίννω κριτός, κριτής, κρίσις κ.λ.π. (Λεξ. Αρχ. Ελλην. Ι. Σταματάκου).

κρίση (η)

αρχειακή λέξη: δίκη: “Εις την κρίσι οπού έκαμα με τους Κλοναρέους μου επήγε κόπιες σκριτούρες κονσούλτους και άλα μονέδα λ.(ίτρα) 215″. (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας – 1744-1758) (σκριτούρα). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης (ιδμ) ομιλία, διάλεχτος Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε

κρίσι

Κρίσι /ἡ/ (κραίνω, κρίνω) = ἡ κρίσις, ἡ ὁμιλία, ἡ λαλιά.

κριστάρι

Κριστάρι /τὸ/ (γυρόω, «γυριστάρι») = τὸ κέλυφος τοῦ θαλασσίου γαστερόποδος κώνου.

κριτσαν(ι)στὰ

Κριτσαν(ι)στὰ (ήχητ. κρίζω) = τραγανιστά, μὲ τρίξιμον, μετ’ ἐντόνου διακρίσεως τῶν φωνητικῶν φθόγγων.

κριτσανάω ή κριτσανίζω

μασάω τραγανιστά κάτι το πολύ φρυγμένο, παξιμάδι, κουλούρι κτλ. Φράσεις: “Δεν κριτσανιέται αυτό το παξιμάδι” – “Το ΄φαγα κριτσανιστά”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κριτσανάω (ἠχητ. κρίζω) = τραγανίζω, ροκανίζω ξηρὸν τράγημα, τρίζω. «κριτσανάω τὰ δόντια». Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

κριτσόνι (το)

το έντομο τριζόνι ή γρύλος. αυτοσχέδια ροκάνα που την κατασκευάζουν τα παιδιά μόνα τους, χρησιμοποιώντας μικρό σανιδάκι, ένα κομμάτι πλατύ από καλάμι και μια οδοντωτή ρόδα. Το περιστρέφουν κυκλικά πιασμένο από μια ξύλινη εγκάρσια λαβή και το περιφέρουν στην περιφορά του Επιταφίου και στις αγρύπνιες. Είναι εξαιρετικά θορυβώδες. φράση: “Βαράνε . . . Περισσότερα

κροκίδι -ια

χοντρό λιναρίσιο νήμα, που γίνεται από το λινάρι που “φεύγει” με το λανάρισμα, δουλειά που γίνεται με το λωνάρι (=ξυλόχτενο με μεγάλα όρθια καρφιά). Το κροκιδίσιο νήμα το βράζανε με στάχτη για να ημερέψει. Θα λέγαμε ότι το κροκιδίσιο νήμα είναι το προτελευταίο σε ποιότητα, υποπροϊόν του λιναριού. Μετά το . . . Περισσότερα

κρόκκος (ο)

βασικό σύνεργο της τράτας, διπλή κανναβένια ταινία με την οποία, αφού την εφαρμόσουν στους ώμους τους, οι ψαράδες-τρατολόγοι τραβούν την τράτα προς την παραλία. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κρόκκος /ὁ/ (Ἰ. crocco) = κανναβίνη ταινία (ἑνουμένη κατὰ τὰ δύο ἄκρα της καὶ ἀπολήγουσα εἰς σχοινίον μετὰ . . . Περισσότερα

κροκομπάστουνο (το)

κομμάτι χοντρού σκοινιού, “εις το οποίο απολήγει ο κρόκκος” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κροκομπάστ(ου)νο /τὸ/ (Ἰ. crocco-bastone) = τὸ τεμάχιον χονδροῦ σχοινίου εἰς τὸ ὁποῖον ἀπολήγει ὁ κρόκκος (ἑκεῖνο τὸ ὁποῖον τῇ βοηθείᾳ ἀκραίου κόμβου ἥ τοῦ «καρελίου» ἀγκιστροῦται προσωρινῶς εἰς τὸ πλευρὸν τῆς ἑλκομένης τράτας). . . . Περισσότερα

κροπιά

η κοπριά κατοικίδιων ζώων: βοδιού (=βουνιές), γαϊδάρου, αλόγου, όρνιθας, “Ήγουν κοτσιλιά”, περιστεριού, προβάτου και γίδας, κοπριά σαλαμιδιού και χήνας. Όλα αυτά τα είδη κοπριάς χρησιμοποιούσαν για θεραπευτικά σκευάσματα, αλλά και για λίπανση των χωραφιών. Π.χ. χρησιμοποιούσαν την κοπριά των “χοντρών” ζώων (ή ακόμα και την κρασοσκουριά, λαδοσκουριά, ιστό αράχνης) ως . . . Περισσότερα

κροπίζω

ρίχνω κοπριά (ζωική) στο χωράφι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κροπίζω = κοπρίζω, λιπαίνω διὰ ζῳϊκῆς κόπρου. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης  

κροποσάκκι (το)

σακκί για τη μεταφορά κοπριάς στα κτήματα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κροποσάκι /τὸ/ (κόπρος-σάκκος) = σάκκος μεταφορᾶς κόπρου. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

κροποσάκουλο (το)

το σακούλι ή το τσουβάλι που είναι γεμάτο με κροπιά (κοπριά) ζώων. Χρησιμοποιείται προσβλητικά και υποτιμητικά για κάποιον τεμπέλη ή ανίκανο άνθρωπο. Λέμε: Τι να τον κάμω ετούτονε στην δουλειά αφού είναι ντιπ κροποσάκουλο.

κροπόσκ(υ)λο

Κροπόσκ(υ)λο /τὸ/ (κόπρος, σκύλαξ) = κοπρόσκυλον, κύων ἀκατάλληλος πρὸς πᾶσαν ὑπηρεσίαν, ἄνθρωπος ἄεργος καὶ ὀκνηρός. κροπόσκλο / κροπόσκυλο