Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κωλοπάμπαρο (το)

άνθρωπος τιποτένιος, χωρίς κοινωνική και ηθική υπόληψη, άξιος περιφρόνησης.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κωλοπάμπαρο /τὸ/ (κωλὴ-πάμμορος) = εὐτελές, ἀσήμαντον καὶ περιφρονητέον ὑποκείμενον, ἀσθενικὸν καὶ ἀτροφικὸν ἄτομον.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Είναι υβριστικό. Ο Λάζαρης ετυμολογεί: κώλη-πάμπορος, ευτελές, ασήμαντος. Απίθανη όμως η σχέση με το πάμμορος (Σοφ. ΟΚ 161 ξένε πάμορ΄).
Σημ. Το “κωλο” μπαίνει (υβριστικά) μπροστά από πολλές λέξεις (ως α΄ συνθετικό λέξεων, που δείχνει ότι το β΄ συνθετικό σχετίζεται με τα οπίσθια του ανθρώπου κλπ. βλ.Μπαμπινιώτη).
Μήπως σχετίζεται με το μπάμπαλο που θα πει μωρός, ανόητος; (Συχνά το λέμε: Πάψε, είσαι μπάμπαλο (βλ. Δημητράκο).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.