παραγαρτάρω
συναμιλλώμαι, συναγωνίζομαι.
φράσεις: “επαραγαρτάρανε με τ΄ άλογα στο τρέξιμο” – “επαραγαρτάραμε στο φαΐ”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Παραγαρτάρω = παραβγαίνω, ἁμιλλῶμαι, τόν παραγαρτάρω (προσπαθῶ νά τόν ξεπεράσω).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής