κωλοσέρνω
σέρνω κάποιον απ΄ τα πόδια στο έδαφος, σέρνομαι με τον κώλο, κινούμαι με δυσκολία.
φράσεις: “τόνε κωλόσερνε στο δρόμο από εκδίκηση” – “δεν μπορεί να περπατήσει πια, κωλοσέρνεται. γεράματα βλέπεις” – “τον έδεσαν πίσω από μουλάρι και τον κωλόσερναν, το δυστυχή, μέχρι που έχασε τις αισθήσεις του. Τι τα θέλεις, περασμένα, ξεχασμένα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κωλοσέρνω (κωλὴ-σύρω) = σύρω διὰ τῶν γλουτῶν, σύρω πρὸς ἀσέλγειαν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Κωλοσέρνει = σύρει ἀνάσκελα καί βίαια γυναίκα, σημαίνει καί βάναυση κακοποίηση αὐτῆς.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής