κωλοκαθιά (η)
φιγούρα του χορού στιγμιαία ή διάρκειας δευτερολέπτων. Ο χορευτής, στητός όντας, ξαφνικά ανακάθεται στηριζόμενος στις μύτες των ποδιών του, ενώ συχνά χτυπάει με τη δεξιά παλάμη το δάπεδο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κωλοκαθιὰ /ἡ/ (κωλὴ-καθίζω) = στιγμιαία χορευτικὴ ἀνακάθισις.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Κωλοκαθιά = γρήγορη καθιστή κίνηση κατά τό χορό (ἀνακάθηση).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής