Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Δ

δίψα (η)

το χαλίκι δίψα που βρίσκεται στην αμμουδιά της Γύρας. Οι μικροί όταν το βρίσκουν το βάνουν στο στόμα τους και το πιπιλίζουν, για να ξεδιψάσουν. Άγγ. Σικελιανός, Αλαφροΐσκιωτος : “αγνάντεψα, ως βάδιζα / σκυφτός σ΄ ώρα βαρυτάτη /που το κορμί μου εδίψα / δίπλα στο κύμα / το χαλίκι που . . . Περισσότερα

δο΄ καί δός

Δό᾿ καὶ δός, § δός. Π. δό᾿ μου καὶ δός μου κομμάτι ψωμί. Ὁ πρῶτος τύπος εὐχρηστεῖ μόνον, ὅταν προτάσσωνται τῆς προσωπικῆς ἀντωνυμίας μου, ποτὲ ὅμως δὲν λέγομεν δό᾿ του, δό᾿ λεπτὰ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ δός του, δὸς λεπτὰ τοῦ ἀνθρώπου.

δοκανίκι

Δοκανίκι § ῥάβδος, ἐφ’ ἧς στηριζόμεθα, ὅταν βαδίζωμεν. ΚΝ. Σημ. Ἐκ τοῦ δόκανον. Περὶ σχηματισμοῦ τῆς ὑποκοριστικῆς καταλήξεως (ικι) οὐδὲν ἔχομεν εἰπεῖν, διότι κατὰ τὸ ἐγχώριον ἰδίωμα ἔδει εἰπεῖν δοκανάκι(ον), ὡς παιδάκι(ον), ξυλάκι(ον) κτλ. Προτάξει τῆς συλλαβῆς (ακ) εἰς τὸν ἀρχαῖον τύπον (-ιον).

δόκτορος (ο)

καθηγητής, διδάκτορας. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δόκτορος /ὁ/ ἀρχ. (Λ. doctor. Ἰ. dottore) = διδάκτωρ, καθηγητής. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

δόλι (το)

το δόλωμα στο ψάρεμα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δόλι /τὸ/ (δόλος, δόλιος) = τὸ δόλωμα τῆς ἁλιείας. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

δολίζω

Δολίζω, § τὸ προσπαθεῖν διὰ δόλου νὰ ἐξαγάγωμεν τὸν πολύποδα ἐκ τῆς θαλάμης του.

δολώνω

βάνω το δόλωμα στο αγκίστρι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δολώνω (δολόω, δολιόω) = προσαρμόζω τὸ δόλωμα εἰς τὸ ἄγκιστρον, νοθεύω, μολύνω, μολύνομαι. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

δολωσὰ

Δολωσὰ /ἡ/ (δόλωσις, δολίωσις) = ἡ προσαρμογὴ τοῦ δολώματος εἰς τὸ ἄγκιστρον, ἡ μόλυνσις.

δομάει και δομάω

ρήμα απρόσωπο απαντάει πάντοτε ασυναίρετο στο γ΄πρόσωπο συνοδευόμενο από το με = μου ΄ρχεται να κάμω κάτι. “Με δομάει να πάω να τόνε βρω”. Ανάλογα είναι τα : με διψάει = διψώ,  με πεινάει = πεινώ,   με βολεί = με χωράει, με βολεύει κλπ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος . . . Περισσότερα

δόμος (ο) ή δομός

ο όχθος Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δομὸς /ὁ/ (δόμος) = σειρὰ οἰκοδομημένων λίθων, κάθετος τομὴ τοῦ ἐδάφους, ὄχθος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης σειρά οἰκοδομημένων λίθων, κάθετος τομή ἐδάφους, ὄχθος, (ΑΡΧ = δόμος). Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου πρανές, το κάθετα από χώμα χώρισμα . . . Περισσότερα

δορά

Δορά, § ἡ ὑπὸ τοῦ πρώτου φλοιοῦ τῶν δένδρων κειμένη ἐπιδερμίς.

δούγα (η) -ες

οι καμπυλωτές σανίδες των βαγενιών, βαρελιών, βυτίων κλπ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δούγα /ἡ/ (Ἰ. doga, Σ. dούga) = ἑκάστη τῶν καμπύλων πλευρικῶν σανίδων τοῦ βυτίου. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Είναι η δόγα, η ιταλική doga. Δούγες λέμε τις καμπυλωτές σανίδες των βαγενιών (Κοντομίχης). . . . Περισσότερα

δράγα (η)

μηχανόπλοιο εκσκαφής, κοινώς φαγάνα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δράγα /ἡ/ (δράσσω, δράξ, Ἰ. draga) = μηχανόπλοιον ἐκσκαφῆς τοῦ βυθοῦ, βυθοκόρος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

δράγαινα ή δράκαινα (η)

το ψάρι τραχίνος ή δρακόνι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δράκαινα /ἡ/ = ὁ ἰχθῦς τραχῖνος ὁ δράκων, δρακαινίς. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Δράκαινα, § μικρὸς ἰχθύς, οὗ τὸ κέντημα ἐπιφέρει δριμυτάτους πόνους, πρὸς κατάπαυσιν τῶν ὁποίων ἡ δημώδης θεραπευτικὴ μεταχειρίζεται φυτόν τι καλούμενον ἀγροῦζα. Σύλλαβος . . . Περισσότερα

δραγανίτης (ο)

ο καταγόμενος από το χωριό Δράγανο. ποικιλία σταφυλιού. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δραγανίτης /ὁ/ (Δράγανον) = ὁ ἐκ τοῦ χωρίου Δραγάνου, ποικιλία σταφυλῆς. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

δραγάτα (η)

το παρατηρητήριο του δραγάτη. Έστηνε ο ίδιος μια μπαράκα πλεγμένη με βέργες, φτέρες και σπάρτα, σ΄ επίκαιρο σημείο (βίγλες) κι από ΄κει παρακολουθούσε τι γίνεται από άποψη παραβάσεων, αγροζημιών, κλοπών κλπ, στην περιφέρεια του. Η δραγάτα είχε κι από ένα παραθυράκι στην  κάθε πλευρά. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – . . . Περισσότερα

δραγάτης

Δραγάτης /ὁ/ (Ἀλ. Β. drega, δράσσω; ἄνδρα ἄγω;) = ὁ συλλαμβάνων παρανόμως βόσκοντα ζῷα ἢ ἀγροκλέπτας ἀγροφύλαξ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Δραγάτης = ἀγροφύλαξ. ΚΝ. Σημ. Ἐν Τσακονίᾳ λέγεται δεργάτης (ἴδε δραγάτα). Κακῶς δὲ ὁ Δάρβαρης παράγει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ ἐργάτης (Γραμμ. σ. 410). Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

δραγατιάτικο

η αμοιβή του αγροφύλακα σε είδος (σπόροι καρποί κ.ά) Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

δραγκ(ου)λιάζω

Δραγκ(ου)λιάζω (Ἰ. tracollare) = ἡ αὐτόματος θλαστικὴ περιπλοκὴ σχοινίου, νήματος, σύρματος κ.τ.ὁ. (τσάκισμα), βερίνα. δραγκουλιάζω / δραγκλιάζω

δραγκαρέλα (η)

σύνεργο ψαρικής για χταπόδια, αποτελούμενο από 3-4 αγκίστρια ενωμένα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δραγκαρέλα /ἡ/ (Ἰ. tranare-ellare) = δέσμη 3-4 ἀγκίστρων διὰ τῆς ὁποίας ἁλιεύονται οἱ ὀκτάποδες. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

δράγκωμα

Δράγκωμα, § κεντραύρωμα, ἡ ἐκ πόνου ἀκινησία μέλους τινὸς τοῦ σώματος. Ἐκ τούτου καὶ ῥ. δραγκόνομαι. Σημ. Ἐκ τοῦ δράξ, ὡσανεὶ δρασσόμενον ὑπὸ τοῦ πόνου τὸ μέλος ἐκεῖνο καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀκινητοῦν.

δράκοντας

Δράκοντας /ὁ/ (δράκων) = μυθικὸν (ὑπερφυσικὸν) τέρας σχεδὸν ἀπαραίτητον εἰς τὰ λαϊκὰ παραμύθια.