Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

δοκανίκι

Δοκανίκι § ῥάβδος, ἐφ’ ἧς στηριζόμεθα, ὅταν βαδίζωμεν. ΚΝ.

Σημ. Ἐκ τοῦ δόκανον. Περὶ σχηματισμοῦ τῆς ὑποκοριστικῆς καταλήξεως (ικι) οὐδὲν ἔχομεν εἰπεῖν, διότι κατὰ τὸ ἐγχώριον ἰδίωμα ἔδει εἰπεῖν δοκανάκι(ον), ὡς παιδάκι(ον), ξυλάκι(ον) κτλ. Προτάξει τῆς συλλαβῆς (ακ) εἰς τὸν ἀρχαῖον τύπον (-ιον).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.