δόκτορος (ο)
καθηγητής, διδάκτορας.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Δόκτορος /ὁ/ ἀρχ. (Λ. doctor. Ἰ. dottore) = διδάκτωρ, καθηγητής.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
καθηγητής, διδάκτορας.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Δόκτορος /ὁ/ ἀρχ. (Λ. doctor. Ἰ. dottore) = διδάκτωρ, καθηγητής.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης