Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

δομάει και δομάω

ρήμα απρόσωπο απαντάει πάντοτε ασυναίρετο στο γ΄πρόσωπο συνοδευόμενο από το με = μου ΄ρχεται να κάμω κάτι.
“Με δομάει να πάω να τόνε βρω”. Ανάλογα είναι τα : με διψάει = διψώ,  με πεινάει = πεινώ,   με βολεί = με χωράει, με βολεύει κλπ.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Δομάω (δὶς-μάω, μαίομαι, δαμάω;) «μὲ δομάει» = αἰσθάνομαι τὴν παρόρμησιν ἀλλὰ συγκρατοῦμαι, παρ’ ἐπιθυμίαν πρὸς ἐνέργειαν, διστάζω.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Δομάω, § αἰσθάνομαι ὁρμήν, σφρῖγος εἰς τὸ πρᾶξαί τι ἀπαίσιον· εὐχρηστεῖ μάλιστα ἐν τῇ Φρ. ἄ᾿ δὲ᾿ μοῦ δομάει νὰ σὲ πνίξω νὰ σὲ σκοτώσω, = ἂν δὲν μοῦ ἔρχεται μανία νὰ σὲ κτλ.

Σημ. Πιθανῶς ἐκ τοῦ δέμας, δεμάω, δομάω.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.