δράγκωμα
Δράγκωμα, § κεντραύρωμα, ἡ ἐκ πόνου ἀκινησία μέλους τινὸς τοῦ σώματος. Ἐκ τούτου καὶ ῥ. δραγκόνομαι.
Σημ. Ἐκ τοῦ δράξ, ὡσανεὶ δρασσόμενον ὑπὸ τοῦ πόνου τὸ μέλος ἐκεῖνο καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀκινητοῦν.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Δράγκωμα, § κεντραύρωμα, ἡ ἐκ πόνου ἀκινησία μέλους τινὸς τοῦ σώματος. Ἐκ τούτου καὶ ῥ. δραγκόνομαι.
Σημ. Ἐκ τοῦ δράξ, ὡσανεὶ δρασσόμενον ὑπὸ τοῦ πόνου τὸ μέλος ἐκεῖνο καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀκινητοῦν.