Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

δράγκωμα

Δράγκωμα, § κεντραύρωμα, ἡ ἐκ πόνου ἀκινησία μέλους τινὸς τοῦ σώματος. Ἐκ τούτου καὶ ῥ. δραγκόνομαι.

Σημ. Ἐκ τοῦ δράξ, ὡσανεὶ δρασσόμενον ὑπὸ τοῦ πόνου τὸ μέλος ἐκεῖνο καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀκινητοῦν.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.