δραγάτης
Δραγάτης /ὁ/ (Ἀλ. Β. drega, δράσσω; ἄνδρα ἄγω;) = ὁ συλλαμβάνων παρανόμως βόσκοντα ζῷα ἢ ἀγροκλέπτας ἀγροφύλαξ.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Δραγάτης = ἀγροφύλαξ. ΚΝ.
Σημ. Ἐν Τσακονίᾳ λέγεται δεργάτης (ἴδε δραγάτα). Κακῶς δὲ ὁ Δάρβαρης παράγει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ ἐργάτης (Γραμμ. σ. 410).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου