δραγανίτης (ο)
- ο καταγόμενος από το χωριό Δράγανο.
- ποικιλία σταφυλιού.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Δραγανίτης /ὁ/ (Δράγανον) = ὁ ἐκ τοῦ χωρίου Δραγάνου, ποικιλία σταφυλῆς.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Δραγανίτης /ὁ/ (Δράγανον) = ὁ ἐκ τοῦ χωρίου Δραγάνου, ποικιλία σταφυλῆς.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης