Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Δ

διάνα (η)

εθιμική εκδήλωση στη Χώρα για την υποδοχή του νέου χρόνου. Ξημερώματα. Ηγείται η Φιλαρμονική και ακολουθούν ατακτούντες και φωνάζοντες πολλοί άνδρες, γυναίκες, παιδιά “εν χορδαίς και οργάνοις”. Διάνα θα πει “εωθινός, εωθινός ύμνος, τραγούδι, προσευχή κ.λπ”. “Στη Λευκάδα (πόλη)”, σημειώνει ο Αντώνης Φίλιππας (Ιστορία της Φιλαρμονικής Λευκάδας) “την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, . . . Περισσότερα

διάνεμα (το)

στιγμιαία κίνηση, αντίληψη φευγαλέου περάσματος προσώπου ή ζώου. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Διάνεμμα /τὸ/ (διὰ-νέομαι, διάνευμα) = ἁμυδρᾶ στιγμιαῖα αἴσθησις διελεύσεως ἐμψύχου, φευγαλέα σκιὰ προσώπου. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Το νεύμα, το γνέψιμο ή κατά τον Δημητράκο “σχήμα περίγραμμα κινουμένου τινός” και καλύτερα “μορφή . . . Περισσότερα

διανεύομαι

Διανεύομαι (διὰ-νέομαι, διάνευμα) = διάγω, διαβιῶ, περνῶ τὸν καιρόν μου.

διάξ΄φα (επίρρ.)

το πέρασμα κάποιου χωρίς να γίνεται αισθητός.”φράση: “Επέρασα διαξ΄φα από δίπλα του και δεν με κατάλαβε”. (διάξφα) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Διάξ(ι)φα /ἐπίρ./ (διὰ-ξίφος) = μετὰ προφυλάξεων, χωρὶς νὰ γίνω σαφῶς ἀντιληπτός, ἀθεάτως, (οἱονεὶ διὰ μέσου διασταυρουμένων ξιφῶν). Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Διάξφα- διάξφα. . . . Περισσότερα

διάξη

Διάξη = διάθεση, ὄρεξη, δέν ἔχω διάξη γιά λόγια (δέν ἔχω ὄρεξη γιά λόγια).

διαολούπι (το)

φαρμάκι, κακό, αρρώστια. Λέγεται και ως κατάρα: “Να σ΄ γέν΄ διαολούπ΄ μέσα σ΄”. ασθένεια. “Αυτό γίνεται σπυρί, άσπρο, γύρω κοκκιναδερό κι αν δεν κυβερνηθεί φέρνει το θάνατο. Αυτό γιατρεύεται να κοπανίσεις ένα χόρτο που λέγεται σασίφραγος (;) και κάνει ωσάν λουλούδια άσπρα … να τα βάνεις χλωρά απάνω εις το . . . Περισσότερα

διαορά (η)

βελτίωση της υγείας ή της ασώτου τακτικής κάποιου. φράση: “Δε βλέπω διαορά στην τσούπρα μας” = δεν αλλάζει τακτική. – “Δεν είδα καμία διαορά με τόσες ανέσες που έκαμα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Διαορὰ /ἡ/ (διὰ-φορά, ραΐα) = βελτίωσις τῆς καταστάσεως νοσοῦντος. «δὲ βλέπω διαορὰ σὲ . . . Περισσότερα

διάουλος

Διάουλος = διάβουλος, ἔμπα διάουλε μέσα του (βρισιά καθαρῶς ἑπτανησιώτικη). βλ. και διαλ΄ έμπα μέσα σ΄

διάρι

το φυτό δίαρον, κοινώς ατεκνόχορτο, καλικάντσα Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

διάσελο

Διάσελο /τὸ/ (διὰ-σιλλὸς) = αὐχὴν τοῦ ἐδάφους, κορυφογραμμὴ μεταξὺ δύο ὑψωμάτων.

διασίδι (το)

η διαδικασία για την ετοιμασία του στημονιού που θα τυλιχτεί στο πίσω αντί του αργαλειού. Σύνεργα του διασιδιού είναι: α) η διάστρα (=σειρά από χοντρά καλάμια), β) το σκαμνί, γ) η τυλίχτρα (Το νοικοκυριό του χωριάτικου σπιτιού, σελ 132). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Διασίδι /τὸ/ (διάζομαι) . . . Περισσότερα

διάστρα (η)

σύνεργο του διασιδιού. Πρόκειται για σειρά από χοντρά καλάμια, που είναι γιομισμένα με νήμα, στο χρώμα που κάθε φορά θέλουν οι νοικοκυρές και διευθετημένα ως εξής: Στο κάθε καλάμι είναι περασμένη μια σιδερόβεργα, οι άκρες της οποίας δένονται σε κάθετα σκοινάκια και σε ορισμένη απόσταση. Τα καλάμια της διάστρας, που . . . Περισσότερα

διάτα

η διαθήκη, η διαταγή. Σε χειρόγραφο διαδίκου του 1744 (Ιστορικό αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “ος καθός λέγη ι διάτα του σχορεμένου συγγενί μου …”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Διάτα /ἡ/ (Ἀλ. διάτε-α) = διάταξις τελευταίας βουλήσεως, διαθήκη. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

διάτανος (ο)

ο διάβολος Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Διάτανος /ὁ/ (διὰ-τόνος; διά[βολος]-[σα]τανᾶς;) = ὁ διάβολος. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Αντί διάβολος και ο “έξ(ω) από δω”. Συνοδεύεται με το προτρεπτικό μόριο άει (άει στο …). Λέμε άει στο διάτανο (μαλακότερα).  Η λέξη προέκυψε “κατά συμφυρμό” (γραμματικό . . . Περισσότερα

διάφορο (το)

κέρδος, αμοιβή που βγαίνει είτε από ιδιόκτητη περιουσία είτε από μίσθωση ξένου κτήματος. Λέμε:”μας έμ΄νε και το διάφορο…”=ειρωνικά: χάσαμε και από τα δικά μας. “Αυτή η δουλειά δεν έχει διάφορο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Διάφορο /τὸ/ (νομ. ὅρος, διαφέρον) = ἀποζημίωσις, κέρδος, ἀμοιβή. Τα Λευκαδίτικα – . . . Περισσότερα

δίβουλος -η -ο

Δίβουλος -η -ο (δὶς-βουλὴ) = ὁ μεταβάλλων εὐκόλως ἀποφάσεις, ὁ ἄστατος, ὁ ἀλλοπρόσαλλος. «δίβουλος καὶ τρίβουλος».

διβωλίζω και διβολίζω

οργώνω για δεύτερη φορά το χωράφι, για να σπάσω τους βώλους. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Διβωλίζω καί διβολίζω (δὶς-βῶλος) = σκάπτω ἐκ δευτέρου, διχοτομῶ τοὺς βόλους. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Διβωλλίζω, § ἰδ. βῶλος. Σημ. Οἱ Μήλιοι λέγ. βωλοσύρνω (ἐφ. Φιλομ. ἀρ. 742). Οἱ δὲ Κύπριοι καὶ Κρῆτες . . . Περισσότερα

δικάει (απρόσ.) και δικάω

φτάνει, αρκεί, επαρκεί. φράση: “με δικάει αυτό”. “Το ψωμί που έχομε δεν μας δικάει”. Δημ. τραγούδι: ” … Κι α δε δικήσουνε κι αυτά, δίνω και το σαγιά μου …” (Ι.Ν. Σταματέλος, Σύλλαβος Λευκαδίτικης Διαλέκτου, σελ 408). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δικάω (δικαιόω-ῶ) = ἱκανοποιῶ, ἐπαρκῶ, . . . Περισσότερα

δίκαρο

Παλιό ευτελές νόμισμα, εικοσάλεπτο. Μια δεκάρα (τρύπια) ισοδυναμούσε με 10 λεπτά της δραχμής. Δύο δεκάρες ,ένα δίκαρο.