Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Δ

δικριάνι (το)

δίχαλο αλωνιστικό σύνεργο Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δικριάνι /τὸ/ (δὶς-κρᾶνον, κάρηνον) = τὸ γεωργικὸν ἐργαλεῖον δίχαλον, λιχνιστῆρι. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Δικριάνι = εἶδος ξύλινης πηρούνας πού ἀνακατεύουν τά θερισμένα σπαρτά κατά τό ἁλώνισμα. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

δίλιτρο (το)

μέτρο βάρους 2 λίτρων. 1 λίτρο=144 δράμια. δεν ισχύει σήμερα. Η λίτρα ήταν επτανησιακό μέτρο βάρους και αντικαταστάθηκε απ΄ το κιλό. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δίλ(ι)τρο /τὸ/ (δὶς-λίτρα) = ἑπτανησιακὸν μέτρον βάρους (2 λιτρῶν). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

διμαρέλια (τα)

δίδυμα αδέρφια, δίδυμα καρύδια, σύκα κλπ. “Μοιάζουν σαν δίδυμα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δ(υ)μαρέλι καί δ(ι)μαρέλι /τὸ/ (δί-δυμον, ἑκ συγκοπῆς τοῦ δι-) = δίδυμον τέκνον. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Τα δίδυμα. Διδυμαρέλια. Εκφραστικός αναδιπλασιασμός του δύο (Μπαμπινιώτης) μας δίνει το δίδυμος. Εμείς προσθέσαμε το χαϊδευτικό -ρέλια . . . Περισσότερα

διμήνι (το)

ποικιλία σταριού προς σποράν. Ωριμάζει σ΄ ένα δίμηνο και σπέρνεται όψιμα κατά το Μάρτη και θερίζεται σε 2-3 μήνες. Τα χωράφια που σπέρνουν διμήνια τα λεν διμηνίστρες. Μια παράδοση λέει πως το πρώτο όνομα του χωριού Κατωμέρι του Μεγανησίου ήταν Διμηνίστρες. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δ(ι)μῆνι . . . Περισσότερα

δίμιτος (ο)

χοντρό μάλλινο ύφασμα του αργαλειού, άλλως τσουκνί. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δ(ί)μιτο /τὸ/ (δὶς-μῖτος) = ἐγχώριον ὕφασμα ἐκ διπλοῦ νήματος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

δίμπρατσο (το)

μέτρο μήκους δύο μπράτσα(=πήχεων). “δίμπρατσο ύφασμα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δίμπρατσος -η -ο (δὶς – Ἰ. braccia) = ὁ ἔχων μῆκος ἢ πλᾶτος δύο πήχεων. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

διπλάρι (το)

μπαμπακερό ή λινό ύφασμα του αργαλειού, διπλοστήμονο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δ(ι)πλάρι /τὸ/ (διπλοῦς-αἵρω) = ἐγχώριον βαμβακερὸν ὕφασμα μὲ διπλὸ στημόνι (ὑφαίνεται μὲ τέσσαρα μιτάρια). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Διπλάρι = λινό ὑφαντό ὕφασμα. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής και διπλαρένιο

δίπλες

τις έφτιαχναν σε μεγάλες γιορτές. Ήταν από ανοιχτά φύλλα ζύμης και τις πότιζαν με μέλι και κανέλα

διπλολίθι (το)

ξερότοιχος διπλός, χωρίς λάντζα ή τσιμέντο. Βαλαωριτης, Φωτεινός, Β΄: “πλατύς καθάριος οβορός ζωσμένος διπλολίθι”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δ(ι)πλολίθι /τὸ/ (διπλοῦς-λίθος) = ξηρότοιχος διπλοῦς ὡς ἡ τοιχοποιΐα τῶν οἰκοδομῶν (ἄνευ συνδετικῆς ὕλης). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης διπλολίθι (τό): ξερότοιχος διπλός, χωρίς συνδετική ὕλη. Λεξικό Ιδιωματικών . . . Περισσότερα

διπλολιθιά

Διπλολιθιά = διπλή ξερολιθιά πού γίνεται μόνον ἀπό πέτρες εἴδους τοίχου χωρίς λάσπη. βλ. και διπλολίθι (το)

δισάκι

Διπλός σάκος που κρεμόταν στον ώμο. Τον χρησιμοποιούσαν για τη σπορά. Περιείχε τον απαραίτητο καρπό για να τον σπείρουν στα χωράφια σκορπίζοντάς τον με το χέρι.

δισποζιτσιόνε (η)

η διάταξη, η τακτοποίηση Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δισποζιτσιόν(ε) /ἡ/ ἀρχ. (Ἰ. disposizione) = διάθεσις, διάταξις, κατάταξις. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

διτσέκ

Καλά έκανε ο Λάζαρης και το καταχωρεί στα Λευκαδίτικά του (ντε τσέκου) και σωστά το μεταγλώττισε από το ιταλικό de zecca. Το πρώτο είναι πρόθεση, το δεύτερο, ουσιαστικό θηλυκό, σημαίνει κατ΄ αρχήν νομισματοκοπείο κι έπειτα το εντελώς καινούριο. Στο χωριό ήταν πολύ εύχρηστο. Λέγαμε π.χ.: Αυτό το κουτούμι είναι διτσέκ, . . . Περισσότερα

δίφορος (ο)

τα δέντρα που δίνουν δυο φορές ο χρόνο καρπό. “Έχω λεμόνια δίφορα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δίφορος -η -ο (δὶς-φέρω) = ὁ καρποφορῶν δὶς τοῦ ἔτους, ὁ δεύτερος ἐτήσιος καρπὸς δένδρου, «λεμόνι δίφορο». Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

διχάλα (η)

η γωνιά που σχηματίζουν τα σκέλη των ποδιών μας. Ξύλο δίχαλο που απολήγει σε δύο σκέλη. “Μπήκα καβάλα στ΄ άλογο διχάλα”. Παλιότερα οι γυναίκες των χωρικών ντρέπονταν να καβαλήσουν διχάλα, ανοίγοντας τα πόδια τους. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δ(ι)χάλα /ἡ/ (δὶς-χηλὴ) = δίχαλον, κλάδος μὲ δύο . . . Περισσότερα