Όλες οι λέξεις στο Δ
βότανο ιαματικό με βολβώδεις πικρές ρίζες. Λέγεται και φιδόχορτο. “Εις σπασμόν ανθρώπου. Ρίζα δρακοντιάς με μέλι ή με άλλον γλυκόν, επειδή γείνει πολύ πικρό, και ας τρώγει πολλές μέρες και γαίνει. (από παλιό γιατροσόφι). Άγγελος Σικελιανός, Αλαφροΐσκιωτος, στ. 1096 (η αδερφή): “Κι εσύ τη δρακοντιάν εβύζαξες, …”. Λεξικό του Λευκαδίτικου . . . Περισσότερα
το μωρό (το αρσενικό) ως τη βάφτιση του το ΄λεγαν δράκο, ευχή να γίνει δυνατός σα δράκος. Δράκος για το λαό είναι ον με υπεράνθρωπες δυνάμεις του κακού. Ο θηλυκός δράκος – δράκαινα – Λάμια, τέρας που φωλιάζει στους βράχους. Το αβάπτιστο κορίτσι το ΄λεγαν κοτσόρω. Στο αβάπτιστο σερνικό έδιναν . . . Περισσότερα
Δράμι /τὸ/ (Τ. ντρὰμ) = τὸ 1/400 τῆς ὀκᾶς, τὸ εἰδικὸν μέτρον χωρητικότητος δι’ οὗ γεμίζονται τὰ ἐμπροσθογεμῆ ὅπλα ἢ τὰ φυσίγγια τῶν ὀπισθογεμῶν.
Δραμιάρα /ἡ/ (Τ. ντρὰμ) = μολύβδινον βλῆμα κυνηγετικοῦ ὅπλου προοριζόμενον διὰ θηρία (ἀγριοχοίρους, λύκους κ.τ.τ.).
Δράμω (τρέχω, δραμοῦμαι) = τρέχω, προστρέχω. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Δράμω = προστρέχω, θά δράμω (θά προστρέξω νά βοηθήσω). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Δρασκελίζω καὶ ἀδρασκελίζω, § ἀνοίγω τὰ σκέλη καὶ διαβαίνω ἄνωθέν τινος (προσώπου). ΚΝ. Σημ. Πιθανώτερον ἐκ τοῦ ἀδρασκελίζω, ἢ ἐκ τοῦ διασκελίζω (Σύλλ. 1. 37). και αδρασκελάω
γεωργικό εργαλείο για το θέρισμα των σιτηρών κυρίως
οι 3, και κατ΄ άλλους οι 6 πρώτες μέρες του Μαρτιού ή του Αυγούστου κατά τις οποίες τριγυρνούν δαιμονικά και καταστρέφουν ρούχα, ξύλα κι ό,τι άλλο βρουν μπροστά τους. Τις μέρες αυτές, κατά τη λαϊκή παράδοση – δεν κάνει να πλένουν οι γυναίκες, γιατί τότε τα ρούχα διαλύονται – τα . . . Περισσότερα
μπουρίνι, έντονο καιρικό φαινόμενο με αέρα και βροχή, συνήθως ΒΔ κατεύθυνσης, μικρής διάρκειας που όμως ξεσπά απότομα και είναι αρκετά επικίνδυνο για τα μικρά σκάφη
είδος κόσκινου με πυθμένα από λάτα (=λευκοσίδερο) ή τσίγκο ή και από δέρμα, με τρύπες κατά διαστήματα. Με το δριμόνι κοσκινίζουν κυρίως τα όσπρια και τις σταφίδες. Το χρησιμοποιούσαν όμως και στο αλώνισμα – τώρα δεν αλωνίζουν πια. Μέσα σ΄ αυτό έτριβαν με τις παλάμες τους τα στάχυα που ξέμεναν . . . Περισσότερα
εργασία στο αλώνι, που γινόταν μετά το αχάλισμα. Γινόταν με το δριμόνι ή δρομόνι, ένα λάτινο κόσκινο με μεγάλες τρύπες, Έρριχναν μέσα το προϊόν του αχαλίσματος και με το κοσκίνισμα έμεναν απάνω μόνον τα αδιάλυτα στάχυα. Αυτά τα ΄τριβε ύστερα ή τα κοπάνιζε κι έβγανε τον καρπό. Από τη σειρά . . . Περισσότερα
ξαφνικός ΒΔ άνεμος. Βαλαωρίτης, Αθανάσιος Διάκος Γ΄: “Δριμόχολο, τρομάρα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δριμόχολο /τὸ/ (δριμὺς-χόλος) = Βορειοδυτικὸς αἰφνίδιος ἄνεμος κατὰ τὸν χειμῶνα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης “Δριμόχολο, τρομάρα” (σελ. 162, Ἀθ. Διάκος, ΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟΝ). αἰφνίδιος, ὁρμητικώτατος βορειοδυτικός ἄνεμος, ἐπικίνδυνος ἐν θαλάσσῃ καὶ καταστρέφων τοὺς . . . Περισσότερα
ψάρι όμοιο με χέλι Ο δρόγκος λέγεται και μουγκρί. Ζει σε σπηλαιώδη μέρη του βυθού. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δρόγκος /ὁ/ (Ἰ. grongo) = γόγγος ἢ μόγκρος, μουγκρί, ἰχθῦς ὅμοιος πρὸς ἔγχελυν διαιτώμενος εἰς ὀπὰς σπηλαιωδῶν βυθῶν. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Δρόγγος (γόγγρος) χέλι χονδρόν. Γλωσσάριον . . . Περισσότερα
βροχή με δυνατούς ανέμους. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δρολάπι /τὸ/ (ὑδρολαίλαψ) = καταρρακτώδης βροχὴ μετὰ θυέλλης. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Δρομάρι /τὸ/ (δραγμεύω, δραγμὸς) = ἀκατέργαστον στέλεχος κλάδου μικροῦ πάχους (ὅσον περιλαμβάνεται εἰς τὴν δρᾶκα ἀνθρώπου) τοποθετούμενον ὁριζοντίως ὡς δοκὸς πρὸς ὑποστήριξιν κληματαριᾶς, ἰσκιάδος, ὀροφῆς κλαδοκαλύβης κ.τ.τ.
πᾶν ἐπίμηκες ξύλον ἐν εἴδει λεπτῆς δοκοῦ. Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, Σχόλια στόν Ἀθανάσιο Διᾶκο, ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1907.
ἀδούλευτα ξύλα (γιά π.χ. πρόχειρα ὑπόστεγα, καταχυτές)
Δρομὴ /ἡ/ (δρόμος, διαδρομὴ) = μικρὰ ἐσπευσμένη διαδρομή, τρεχάλα: «ἄειντε νιὰ δρομή….». Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Δρομὴ καὶ πιδρομή. Βίαιον τρέξιμον. Φρ. τρέξε μιὰ δρομὴ = (ὕπαγε δρομαίως)· – γιὰ ᾿πιδρομὴ τόπος, (ἡ ἀπόστασις ἣν ἤθελέ τις δυανύσει ἐφορμῶν κατά τινος), – σὲ μιὰ δρομὴ τὸν ἔπιασα. Γλωσσάριον – . . . Περισσότερα
Δροπ(ι)κιάζω (ὕδρωψ, ὑδροπικία) = πάσχων ὕδρωπα, γίνομαι διαβητικός, πίνω ἀκορέστως ὕδωρ. δροπικιάζω / δροπκιάζω
δρωπίκι, υδροπικιάση, διαβάτης. Κατάρα: “Να ΄σ΄ γέν΄δρωπίκι μέσα σου …”. δυσώδες υγρό που βγαίνει από πληγή. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δροπίκι /τὸ/ (ὕδρωψ, ὑδροπικία) = ὕδρωψ, ὑδροπικίασις, διαβήτης, δρόπικας. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Γνωστή υβριστική λέξη από σχετική κατάρα. “να σου γίνει δρωπίκι”. Είναι . . . Περισσότερα
ποικιλία αχλαδιών Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη
το χοντρό αδράχτι που χρησιμοποιούν όταν γνέθουν χοντρό νήμα, μάλλινο ή λινό κροκιδίσιο. Τη δρούγα την περιστρέφουν σε οριζόντια θέση. Σε καταγραφή του 1724: “τέσσαρα αδράχτια” Δημ. σκωπτικό άσμα: “Πέντε μήνες, πέντε αδράχτια / πότε τα ΄γνεσε η κοράφτρα.” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Tα Λευκαδίτικα . . . Περισσότερα
ο κάτοικος του Δρυμώνα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δρυμωνιώτ(η)ς -σα = ὁ ἐκ τοῦ χωρίου Δρυμῶνας (Κάτω Ἐξάνθεια). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
στήριγμα
χωράφια με βαρειά εδάφη (βαρκά – κάμποι) όπου ευδοκιμεί καλύτερα το σιτάρι Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
το, παιγνίδι τράπουλας με δυο παίκτες
το αρτυματικό και ευώδες φυτό ηδύοσμος ο μακρόφυλλος. Χρησιμοποιείται και στη λαϊκή θεραπευτική: “Όταν τρέχει αίμα από τον πάτον του ανθρώπου, να πίνει ηδυόσμο με το ξίδι”. (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ 143).
κωλιάντσα
όταν κατά την ύφανση βάνουν στο χτένι του αργαλειού 600 ζευγάρια κλωστές. Σε καταγραφή του 1718, Νο 3 (Ιστορικό αρχείο της Λευκάδας) διαβάζομε: “κεφαλόμπολες 4 … η μια δωδεκάρικη¨.
βλ. δελιμπεράρω