Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Δ

δέσιμο αφαλού

Σε περιπτώσεις δυνατού κοιλόπονου, “λυνόταν” ο αφαλός κι έπρεπε ν΄ αποκατασταθεί στη θέση του για να σταματήσουν οι πόνοι. Αυτό όμως ήταν δύσκολη δουλειά και ήθελε τη γιάτρισσά του, που ήταν σχεδόν πάντα η μαμή. Εκείνη έστριβε με τέχνη τον αφαλό με το δάχτυλο της ή με ένα ειδικό καλαμένιο . . . Περισσότερα

δεσπέτο (το)

έκφραση δυσαρέσκειας, πείσμα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δεσπέτο /τὸ/ (Ἰ. dispetto) = περιφρόνησις, πεῖσμα, δυσαρέστησις. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

δετορία (η)

στον πληθυντικό = οι πολυτελείς ανέσεις. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης (σκωπτικό), πολυτέλειες, ανέσεις. Πιθανή μετάφραση από την ιταλική  λέξη dottorato = το αξίωμα, ο τίτλος του διδάκτορα Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε

δετόρος (ο)

ο γιατρός Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δετόρος /ὁ/ (Ἰ. dottore) = διδάκτωρ Πανεπιστημίου, ἰατρός, ἐπίσημος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

δευτεριάτικη (η)

η ελονοσία, επειδή έπιανε ο πυρετός τον άρρωστο κάθε δεύτερη μέρα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δευτερ(ι)άτικη /ἡ/ = ἐλονοσία εἰσβάλλουσα ἀνὰ δευτέραν ἡμέραν. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

δεφετάδος (ο)

ο φιλάσθενος, ο αρρωστιάρης. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης αρρωστιάρικος, φιλάσθενος. Από το ιτλ difettoso = ελλατωματικός, ελλιπής, ατελής Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε

δεφέτο

Δεφέτο /τὸ/ (Ἰ. difetto) = ἐλάττωμα, ἀδυναμία, νόσημα, ἀτύχημα, χρεία.

δια

Διὰ τὸ χαρακτηριστικὸν μόριον τῶν Λευκαδίων, πολυτρόπως καὶ ἐν ἀφθονίᾳ χρωμένων = ἀμιά, τῶν Κερκυραίων, – ἀμά, τῶν Κεφαλλήνων, – γιαμά, τῶν Ζακυνθίων.

δια καλπών και σφαιριδίων

(φράση) τρόπος ψηφοφορίας με κάλπες εσωτερικά χωρισμένες σε δύο διαμερίσματα, εκ των οποίων το ένα αντιστοιχούσε στο “ναι” και το άλλο στο “όχι”. ο ψηφοφόρος έριχνε στο διαμέρισμα της προτίμησής του ένα μικρό μολύβδινο σφαιρίδιο και αυτά καταμετρούσαν στο τέλος, Υπερίσχυε το πρόσωπο που είχε περισσότερα σφαιρίδια στο “ναι” και . . . Περισσότερα

διαγουμίζω

Διαγουμίζω (διακομίζω) = διασκορπίζω, διασπαθίζω, κατασπαταλῶ, ἐξαφανίζω.

διάζομαι

τακτοποιώ το νήμα του αργαλειού βάζοντας το σε παράλληλες γραμμές. Ετοιμάζω το στημόνι για να μπει στον αργαλειό. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Διάζομαι (διάζομαι) = εὐθετῶ τὸ νῆμα εἰς παραλλήλους γραμμάς, ἑτοιμάζω τὸ στημόνι διὰ τὸν ἀργαλειόν. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Και διασίδι. Απλώνω . . . Περισσότερα

διάζωσι (η)

η γυναικεία ζώνη της παλιάς φορεσιάς: “… μια διάζωση εσημένια” (καταγραφή 1718, Νο 3 – Ιστορικό Αρχείο της Λευκάδας)

διακονεύω

ζητιανεύω, γίνομαι επαίτης Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Διακονεύω (διὰ-κονέω -ῶ) = ἐπαιτῶ, ζητιανεύω. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Ζητιανεύω. Οι δύο έννοιες, που σχετίζονται με τις λέξεις διακονώ και διακονεύω διαφέρουν ως προς τη σημασία τους. Η πρώτη σημαίνει υπηρεσία (εξ ού και διάκος) ενώ . . . Περισσότερα

διακονιά (η)

η ζητιανιά, μεγάλη φτώχεια. “Θα βγούμε στη διακονιά σε λίγο” Βαλαωρίτης, Φωτεινός, Γ΄: “Τα ΄μαθα από ένα Φλάρη, / που βγαίνει τάχα διακονιά και που τον τρώγ΄ η ζήλια, …”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Διακονιὰ /ἡ/ (διὰ-κονέω -ῶ) = ἐπαιτεία, ζητιανιά. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

διακονιάρης -ισσα

ο ζητιάνος. Λέμε: “Μ΄ έκανες διακονιάρη” – με φτώχυνες. “Θα γίνουμε διακονιαραίοι με τα μυαλά που φορείς”. – “Βλέπεις πώς κατάντησε; Τον έκαμε ο τζόγος διακονιάρη”. Βαλαωρίτης, Φωτεινός Α΄: “Προσκύνα τον αφέντη σου ξεσκαλιάρη διακονιάρη”. Στα χωριά της Λευκάδας δεν έβγαιναν τόσο διακονιαραίοι για ζητιανιά όσο διακονιάρες, που μάζευαν ξεροκόμματα, . . . Περισσότερα

διακόρδιον

μαντζούνι που γίνεται από φύλλα σκορδόχορτου και από διάφορες άλλες ουσίες Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

διάκριση (η)

η καλή συμπεριφορά, ο τρόπος του φέρεσθαι. Λέμε: “Δεν έχει διάκριση καθόλου”. Δεν είναι διακριτικός. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Διάκρ(ι)σι /ἡ/ (διὰ-κρίνω) = ἐπιλογὴ τῆς καλῆς συμπεριφορᾶς, εὐγένεια τρόπων, εὐλάβεια, ἀξιοπρέπεια. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

διαλ΄ έμπα μέσα σ΄

ο διάολος να μπει μέσα σου, φράση κοινή. Σχετικές φράσεις “διά΄λε πάρ΄τον ένανε”, δηλ. δεν υπάρχει κανείς. Προκειμένου για φρούτα: “Επήγα στη συκιά διάλεμπαρ΄ το ΄να που ΄βρα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Διά(ο)λ-ἔμπα-μέσα (διάβολος-ἐμβαίνω-μέσον) = βλασφημία καὶ ὕβρις μὲ ἐπίκλησιν τοῦ διαβόλου: «διάλεμπα μέσα του». Tα . . . Περισσότερα

διαλάπα (η)

καθαρτικό λαϊκής ιατρικής που έπαιρναν οι παλιότεροι και που έβγαινε από ρίζα βρασμένου φυτού γνωστού ως νυχτολουλουδιά. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Διαλάπα /ἡ/ (ἰαλάπη) = ἐμπειρικὸν καθαρτικὸν παλαιοτέρων ἐποχῶν ἐξαγόμενον ἐκ τῆς ρίζης τοῦ ποώδους φυτοῦ «θαυμασία ἡ ἰαλάπη» (νυχτολουλουδιά). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

διαλέγω

εκτός από τις γνωστές σημασίες, έχει και την έννοια του μαζεύω, συρρικνώνομαι, μικραίνω στα υφάσματα. “Το πανί της κουρτίνας διαλέει χρόνο με το χρόνο”. Τη φράση άκουσα από χωρική.

διαλούπι

Διαλούπι = φαγητό ἀπαίσιο στή γεύση, μεταφ. ἔφαγε τό διαλούπι (ἔφαγε τό σκασμό). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής Διαλούπι, το = το πικρό φαγητό. Α) από την πρόθ. δια + λέπι (αρχ. ρ. λέπω = ξεφλουδίζω). Λοπός ή λόπος = φλοιός (φλούδα), κέλυφος (τσώφλι). Β) μεταφορικώς από το . . . Περισσότερα