Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

διπλάρι (το)

μπαμπακερό ή λινό ύφασμα του αργαλειού, διπλοστήμονο.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Δ(ι)πλάρι /τὸ/ (διπλοῦς-αἵρω) = ἐγχώριον βαμβακερὸν ὕφασμα μὲ διπλὸ στημόνι (ὑφαίνεται μὲ τέσσαρα μιτάρια).

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Διπλάρι = λινό ὑφαντό ὕφασμα.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής


και διπλαρένιο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.