Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

δίφορος (ο)

τα δέντρα που δίνουν δυο φορές ο χρόνο καρπό. “Έχω λεμόνια δίφορα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Δίφορος -η -ο (δὶς-φέρω) = ὁ καρποφορῶν δὶς τοῦ ἔτους, ὁ δεύτερος ἐτήσιος καρπὸς δένδρου, «λεμόνι δίφορο».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.